- ανομολογώ
- (AM ἀνομολογῶ, -έω)συμφωνώ, έρχομαι σε συμφωνία, παραδέχομαιμσν.(για τα βιβλία της Κ.Δ.) αναγνωρίζω ως κανονιστικόαρχ.(μεσ)1. αποσπώ ομολογία από κάποιον2. ανακεφαλαιώνω αυτά που έχουν λεχθεί3. πληρώνω με επιταγή4. (ο πρκ. με παθ. σημ.) ανωμολόγημαιμου παρέχεται ομόφωνη συγκατάθεση, όλοι ομολογούν για μένα ότιαρχ.η μτχ. ανομολογούμενος, -η, -ον1. ασύμφωνος ή αντιφατικός2. αυτός που δεν γίνεται ομόφωνα παραδεκτός.
Dictionary of Greek. 2013.